Ο επισκέπτης στο νησί της Κύθνου, μπορεί να έρθει σε επαφή με αξιοθέατα, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αρχαιολογική άποψη. Στο νησί υφίστανται πολλές τοποθεσίες, γνωστές για την αρχαιολογική τους σημασία. Μία από αυτές τις τοποθεσίες που ερευνάται τα τελευταία χρόνια είναι η περιοχή του αρχαιολογικού χώρου του Βρυόκαστρου, η οποία θεωρείται η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού της Κύθνου.
Το Βρυόκαστρο βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά του νησιού ανάμεσα στον κόλπο του Μέριχα και του όρμου της Απόκρουσης. Η αρχαία πόλη ονομαζόταν Κύθνος, από όπου προκύπτει και η σημερινή ονομασία του νησιού. Σύμφωνα με τα ευρήματα φαίνεται να έχει κατοικηθεί μεταξύ του 10ου αιώνα π.Χ. και του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της, οι οποίοι μετακινήθηκαν στο Κάστρο της Ωριάς. Αρχικά οι επιφανειακές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1990-1995 και κατά το 2001 αποκάλυψαν ευρήματα και στοιχεία που μαρτυρούσαν την οικιστική και πολεοδομική ανάπτυξη της αρχαίας πρωτεύουσας της Κύθνου. Η πανεπιστημιακή ανασκαφή ξεκίνησε το 2002 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Μαζαράκη Αινιάν, σε συνεργασία με την ΚΑ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών αρχαιοτήτων και Εναλίων Αρχαιοτήτων.
Η τειχισμένη πόλη σύμφωνα με τα στοιχεία εκτεινόταν σε έκταση περίπου 300 στρεμμάτων συμπεριλαμβανομένης της βραχονησίδας το Βρυοκαστράκι, που φαίνεται να συνδεόταν με την ακτή, αλλά σταδιακά αποκόπηκε από τη στεριά, λόγω της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας. Τα στοιχεία αυτά προέκυψαν από ανασκαφή και υποβρύχιες έρευνες σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, εντοπίστηκαν κτίσματα τόσο στην ακτή όσο και στον πυθμένα της θάλασσας, ενώ παράλληλα ανακαλύφθηκαν μαρμάρινα γλυπτά της ρωμαϊκής περιόδου κατά την ανασκαφή υποθαλάσσιου τείχους.
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα στην οικιστική αυτή περιοχή υπήρχαν ακρόπολη, δύο νεκροπόλεις, δημόσια κτήρια, υπόγειες δεξαμενές, καθώς και λιμάνι. Βρέθηκε ιερό που θεωρείται ότι ήταν αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα. Σημαντικά ήταν τα επιτύμβια ανάγλυφα, τα γλυπτά, οι επιγραφές αλλά και οι ενσφράγιστες λαβές εμπορικών αμφορέων που βρέθηκαν.
Μεταξύ 2002-2006 ανακαλύφθηκε ναός ο οποίος πιθανόν να είχε καταρρεύσει λόγω σεισμού, το άδυτο του οποίου βρέθηκε ασύλητο. Ο ναός χρονολογείται στην Αρχαϊκή εποχή στον οποίο βρέθηκαν αφιερώματα, με ορισμένα από αυτά να αφορούν την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και κάποια άλλα να χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Πιθανολογείται ότι τα ευρήματα στο άδυτο του ναού να είχαν μεταφερθεί εκεί κατά την Ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική δομή και το είδος των ευρημάτων στο δίδυμο ναό και τους βωμούς που βρέθηκαν νότια αυτού, πιθανόν να αφορούσαν τη λατρεία δύο θεοτήτων. Ο ναός βρισκόταν σε ένα πλάτωμα που ήταν περιστοιχισμένο από μνημειακό ανάλλημα, και παρακάτω βρέθηκε μεγάλο οικοδόμημα της Ύστερης Κλασικής και Ελληνιστικής Περιόδου το οποίο πιθανολογείται ότι λειτουργούσε ως πρυτανείο ενώ στο πλάτωμα πιθανόν βρισκόταν η Αγορά των Κυθνίων.
Πολυάριθμα ήταν τα ευρήματα περίπου 1500, κυρίως κοσμήματα κατασκευασμένα από χρυσό, ασήμι, χαλκό, κρύσταλλο, κεχριμπάρι, ημιπολύτιμους λίθους, κοράλλι κ.α. Πολλά μαρτυρούν προέλευση από τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και της Μεσογείου (Αίγυπτο, Ιταλία, Φοινίκη). Ανακαλύφθηκαν επίσης πήλινα ειδώλια και αγγεία, κάποια μάλιστα από αυτά αθηναϊκά μελανόμορφα.
Ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν, υπεύθυνος της ανασκαφικής ομάδας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βρυόκαστρο Κύθνου, παρουσίασε τα παραπάνω ευρήματα σε διάλεξη του, με θέμα «Le tresor du Temple de Kythnos (Cyclades) et sa portee pour l’etude du sanctuaire grec archaique» (Ο Θησαυρός της Κύθνου και η συνεισφορά του στην κατανόηση του αρχαϊκού ελληνικού ιερού).Η διάλεξη αυτή πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, στο μουσείου του Λούβρου το καλοκαίρι του 2013.
Η ολοκλήρωση των ανασκαφών, η μελέτη των κινητών ευρημάτων και των δεδομένων των ανασκαφών θα δώσουν περισσότερο φως στην αρχαία πρωτεύουσα του νησιού και την ώθηση για τη δημιουργία Αρχαιολογικού Μουσείου στην Κύθνο με την αξιοποίηση των αρχαιολογικών θησαυρών και την ανάδειξή τους.